- μαία
- Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Κόρη του Τιτάνα Άτλαντα και της Πληιόνης, από τη σχέση της οποίας με τον Δία γεννήθηκε ο Ερμής. Πολλοί ποιητές έχουν εξυμνήσει την ομορφιά της και τη θεωρούν ως την πιο όμορφη από τις Πλειάδες. Αναφέρεται άλλωστε και ως Πλειάδα και Ατλαντίδα, από τα ονόματα των γονέων της. Στη Ρώμη τη λάτρευαν μαζί με τον γιο της ως προστάτιδα του εμπορίου.
2. Ρωμαϊκή θεότητα, σύζυγος του Ηφαίστου, που ταυτιζόταν με τη Γαία. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο μήνας Μάιος πήρε την ονομασία του από αυτήν.
* * *η (AM μαῑα)1. γυναίκα που έχει ως επάγγελμα να ξεγεννά τις επίτοκες, μαμμή2. είδος μεγάλου καβουριού, καβουρομάννα («τῶν καρκίνων... τὸ γένος... μέγιστον μὲν οὖν ἔστιν, ἃς καλοῡσι μαίας», Αριστοτ.)νεοελλ.ιατρική βοηθός που παρέχει βοήθεια σε εγκύους, τίκτουσες και λεχώνες, καθώς και στα νεογέννητα, και έχει το δικαίωμα διεξαγωγής τοκετών σε κλινικές και ιδιωτικώςμσν.-αρχ.η γιαγιάαρχ.1. (σε κλητ. ως φιλική και τιμητική προσφώνηση προς ηλικιωμένες γυναίκες) μαννούλα, κυρούλα («ὦ μαῑ, ἱκετεύομαι, κάλει τὸν Ὁρθαγόραν», Αριστοφ.)2. η τροφός, η παραμάννα3. η μητέρα4. το φυτό λεπίδιο5. ως κύριο όν. ἡ Μαῑαη μητέρα τού Ερμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστική λ. τής καθομιλουμένης από θ. μα- (πρβλ. μᾶ [V], μήτηρ, μάμμη) + επίθημα -ja > μα-ja και με επένθεση μαῖα (πρβλ. γραῦς: γραῖα).ΠΑΡ. μαιεύωαρχ.μαιαδεύς, μαιάς, μαιήιος, μαίοι, μαιούμαι.ΣΥΝΘ. αρχ. ιατρόμαια.
Dictionary of Greek. 2013.